Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Εκτοπίσεις Πυργιωτών το 1915 - Μέρος 1

Το 1915, εφτά χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την Ανταλλαγή των πληθυσμών που θα ακολουθούσε, η Οθωμανοί προέβησαν σε μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών.
Στις εκτοπίσεις ελληνικών πληθυσμών από διάφορα χωριά, συμπεριλαμβανομένου του χωριού Πύργος (Pyrgos ή Bourgas), αναφέρεται ο Αμερικανός πρέσβης της Κωνσταντινούπολης σε αναφορά του με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1915, σελίδες 5-6 αρχείου pdf.


Διαβάστε περισσότερα για τις εκτοπίσεις πληθυσμών και τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης εδώ.

Από τον Πύργο (σημερινό Kemerburgaz) στο Νέο Πύργο της Εύβοιας

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από ιστοσελίδα πολιτιστικού συλλόγου του Νέου Πύργου Ευβοίας, αποθηκευμένη το 2009, η οποία πλέον δεν υφίσταται στο διαδίκτυο (ή δεν την έχω εντοπίσει) και το παραθέτω για χάρη της ιστορικής μας μνήμης.



«ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΜΕΡΜΠΟΥΡΓΑΖ (ΠΥΡΓΟ ΤΗΣ ΚΑΜΑΡΑΣ) ΣΤΟ Ν. ΠΥΡΓΟ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ»
Απόσπασμα από το βιβλίο με τίτλο «ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΚΕΙ - Οι πατρίδες των Ευβοέων προσφύγων 80 χρόνια μετά»Αλέξανδρου Καλέμη το οποίο εκδόθηκε από τη ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΥΒΟΙΑΣ ΤΟ 2006

Ν. Πύργος Ευβοίας
Σε μια από τις ομορφότερες παραλιακές περιοχές της Βόρειας Εύβοιας, κατά μήκος της αμμώδους ακτής, που εκτείνεται νοτιοδυτικά της ιστορικής πόλης των Ωρεών, βρίσκεται χτισμένος ο Νέος Πύργος. Πρόκειται για ένα από το πλέον εξελίξιμα σύγχρονα τουριστικά Θέρετρα της Εύβοιας, που τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνει συνεχώς σε έκταση και πληθυσμό, έχοντας περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης. Κι όμως στη θέση του σημερινού χωριού των Ι000 και πλέον κατοίκων, που έχει πλέον σχεδόν ενωθεί οικιστικά με τους Ωρεούς, 82 χρόνια πριν υπήρχε ένας αφιλόξενος βάλτος, ο οποίος μάλιστα είχε την μεγάλη ευθύνη για την ελονοσία, που τότε μάστιζε το χωριό των Ωρεών αλλά και τη Βόρεια Εύβοια γενικότερα.
Το τεράστιο αυτό έλος ανέλαβαν να μετατρέψουν στο σημερινό παράδεισο οι ξεριζωμένοι 'Έλληνες από το Κεμέρμπουργαζ της Ανατολικής Θράκης (Ι5 χλμ. ΒΑ της Κωνσταντινούπολης), καθοδηγούμενοι από έναν επιφανή Έλληνα συμπατριώτη τους, που άκουγε στο όνομα Σωκράτης Κουγιουρτζόγλου (1862-1968). Η ιστορία και δράση αυτού του ανθρώπου, κυριολεκτικά μυθιστορηματική, σχετίζεται άμεσα με όλα τα καθοριστικά ιστορικά γεγονότα του περασμένου αιώνα και θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να αναπτυχθεί λεπτομερώς.
Με επικεφαλής λοιπόν τον Κουγιουυτζόγλου οι πρόσφυγες του Κεμέρμπουργκαζ μετά από πολλές περιπέτειες και αντιξοότητες, αφού πέτυχαν αγωνιζόμενοι την απαλλοτρίωση του παραλιακού τμήματος των κτημάτων της οικογένειας Μιμόντ. άρχισαν να χτίζουν το Νέο Πύργο επί της εύφορης παραθαλάσσιας πεδιάδας N.Δ. των Ωρεών, μεγάλο τμήμα της οποίας, όπως προανέφερα, καλυπτόταν την εποχή εκείνη από στάσιμα νερά. Το καινούριο χωριό κτίστηκε με βάση το πρότυπο της ρωσικής αγρόπολης. που είχε εμπνευστεί ο Τολστόι και θέλησε να υλοποιήσει ο Κουγιουμτζόγλου.
H εφαρμογή αυτών των σχεδιασμών είχε πολύ σύντομα αποτελέσματα ανώτερα των προσδοκώμενων. H παραγωγή των οπωροκηπευτικών στις μικρές εκτάσεις των ίσων αγροτεμαχίων, που μοιράστηκαν στους κατοίκους του νέου χωριού, υπήρξε μεγαλύτερη από τις ανάγκες της κάθε προσφυγικής οικογένειας. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν τα γευστικά αυτά προϊόντα της γης (μερικά εκ των οποίων ήταν πρωτόγνωρα για τους κατοίκους της βόρειας Εύβοιας) να διατεθούν στις τοπικές αγορές και να γίνουν περιζήτητα από τους νέους συμπατριώτες των προσφύγων από το Κεμέρμπουργκάζ.
Από την εποχή εκείνη η εξέλιξη του Νέου Πύργου υπήρξε ραγδαία με απόληξη τη σημερινή εικόνα που δεν Θυμίζει πλέον τον παλιό όμορφο αγροτικό οικισμό, αλλά ένα σύγχρονο κοσμοπολίτικο τουριστικό θέρετρο.

Κεμέρμπουργκαζ (Πύργος της Καμάρας) Κωνσταντινούπολης
Ας δούμε όμως τώρα και την παλιά πατρίδα των κατοίκων του Νέου Πύργου της Εύβοιας, που σήμερα έχει εξελιχθεί σε ένα από τα προάστια της αχανούς πλέον Κωνσταντινούπολης. Το Κεμέρμπουργκαζ, όπως μας φανερώνει το όνομά του (Πύργος της Καμάρας) έχει άμεση σχέση με την αφετηρία του παλιού Βυζαντινού Υδραγωγείου, που υδροδοτούσε την Κωνσταντινούπολη, συγκεντρώνοντας τα νερά από το επιβλητικό Δάσος του Βελιγραδίου.
H πρόσβαση ενός 'Έλληνα στο Κεμέρμπουργκσζ είναι μια πολύ εύκολη υπόθεση σήμερα. Ο εποχούμενος επισκέπτης θα πρέπει, αφού βγει στον περιβάλλοντα την Κωνσταντινούπολη, αυτοκινητόδρομο Άγκυρας-Αδριανούπολης, να αναζητήσει την έξοδο προς Κεμέρμπουργκάζ (υπάρχουν κατατοπιστικές πινακίδες και στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας). Μετά από μία εύκολη διαδρομή 25 περίπου χιλιομέτρων, περνώντας κάτω από τις καμάρες του αρχαίου υδραγωγείου, θα φθάσει στο μικρό και γραφικό αυτό προάστιο της Κωνσταντινούπολης, που περιβάλλεται από το φημισμένο δάσος του Βελιγραδίου. Εκεί κατά την εποχή του Βυζαντίου αλλά και αργότερα επί Τουρκοκρατίας οι γαλαζοαίματοι και οι πάσης φύσεως κοινωνικά επιφανείς κατέφευγαν για να ηρεμήσουν ή να ασχοληθούν με το κυνήγι. Το δάσος αυτό, εξίσου σαγηνευτικό και σήμερα, εκτείνεται βόρειο του Κεμέρμπουργκαζ φθάνοντας σχεδόν μέχρι τον τουριστικό παραλιακό οικισμό Κίλιος, στις «εκβολές» του Βοσπόρου προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Διασχίζοντας κανείς σήμερα το Δάσος του Βελιγραδίου, κατευθυνόμενος προς το Κίλιος, διαπιστώνει την προσπάθεια που καταβάλλεται από τους σύγχρονους Τούρκους για την αξιοποίηση των φυσικών και ιστορικών θησαυρών του τόπου τους. Οι τουριστικές επενδύσεις ντόπιων και ξένων κεφαλαιούχων είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Τεράστια πάρκα, γήπεδα γκολφ αλλά και νεόδμητοι οικισμοί αμερικάνικων προδιαγραφών με ομοιόμορφα μεγάλα ξύλινα εξοχικά. Ένας πραγματικός κατασκευαστικός οργασμός εγκαταστάσεων και ιδιωτικών παραδείσιων χώρων συντελείται γύρω από το σύγχρονο Κεμέρμπουργκαζ.
Μέσα στον ίδιο το χωριό τώρα δεν παρατηρείται ιδιαίτερη κίνηση στην ανοικοδόμηση. Πολλά από τα παλιά σπίτια και μικροκαταστήματα των Ελλήνων Πυργιωτών σώζονται όπως ακριβώς ήταν πριν από το 1924. Μερικά έχουν μερικώς ανακαινιστεί ενώ ακόμη λιγότερα έχουν δώσει τη θέση τους σε καινούργια μικρά ή μεγαλύτερα οικοδομήματα. Το παλαιό καφενείο της σημερινής πλατείας, όπως μας είπε ένας γέρος Τούρκος (γεννήθηκε την χρονιά του ξεριζωμού) ήταν το καφενείο των Ελλήνων. Ο ίδιος αυτός Τούρκος μας οδήγησε στην παλιά ελληνική εκκλησία, που σήμερα έχει μετατραπεί σε δημοτική αποθήκη…»
Πηγή: http://www.neos-pyrgos.gr/site/index.php?option=com_content&view=article&id=52&Itemid=55 (Μη υπαρκτός σύνδεσμος σήμερα)

Οι Πυργιώτες πρόσφυγες με την Ανταλλαγή πληθυσμών το 1922.

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από ιστοσελίδα πολιτιστικού συλλόγου του Νέου Πύργου Ευβοίας, αποθηκευμένη το 2009, η οποία πλέον δεν υφίσταται στο διαδίκτυο (ή δεν την έχω εντοπίσει) και το παραθέτω για χάρη της ιστορικής μας μνήμης.



ΝΕΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ : Η ιστορία της εγκατάστασης του από τον Αναστάσιο (Τάσο) Μαμάνη

ΣΗΜ. Γράφτηκε και διαβάστηκε απ τον Αναστάσιο (Τάσο) Νικολάου Μαμάνη στη γιορτή για τα 167 χρόνια της απελευθέρωσης της Εύβοιας, στο χωριό μας στις 7 Ιουνίου 1997, πάνω σε στοιχεία που πριν από 25 περίπου χρόνια είχε συγκεντρώσει απ τις προσωπικές μαρτυρίες παλιών κατοίκων.

Αγαπητοί μας φίλοι,
ας μου επιτραπεί σ’ αυτή τη φράση να συμπεριλάβω όλους εσάς, που με την παρουσία σας, τιμάτε τη σημερινή μας γιορτή, αποφεύγοντας έτσι τις μακροτενείς και χρονοβόρες προσφωνήσεις των τόσων εκλεκτών επισκεπτών μας, αλλά και τα τυχών λάθη στη σειρά προσφωνήσεων. Μεγάλη τιμή για το χωριό μας που επιλέχθηκε φέτος για να γιορτάσει το τόσο σημαντικό γεγονός για το ιστορικό γριπονίσι μας.
Με την ευκαιρία αυτή, κι αφού άλλος ομιλητής θα τονίσει τη μεγάλη σημασία του ιστορικού γεγονότος, ας μου επιτραπεί και πάλι να σας γνωρίσω με λίγα λόγια την ιστορία αυτού του χωριού που σας φιλοξενεί σήμερα και μοιάζει με παραμύθι.
Κομμάτι κι αυτό των χαμένων πατρίδων και μάλιστα της Βασιλίδας των πόλεων της ξακουστής Κωνσταντινούπολης, έχει την τραγική του ιστορία, όπως όλα τα προσφυγοχώρια της Ελλάδας μας. 16 χιλιόμετρα Βορειοδυτικά της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν το παλιό μας χωριό με την επίσημη ονομασία, που και σήμερα έχει ΚΕΜΕΡ ΜΠΟΥΡΓΚΑΣ, ή ΠΥΡΓΟΣ στα Ελληνικά. Ένα χωριό με 4.500 περίπου κατοίκους και με κύρια ασχολία τους την κηπουρική. Ήταν γνωστά στην Πόλη τα Πυριώτικα ζαρζαβατικά για πολλά χρόνια και μετά την αναχώρησή μας από εκεί. Αλλά και γαλατάδες πολλούς είχε το χωριό. Επίσης χασάπηδες (η γενιά των Βράικων) και κτηνοτρόφους (γνωστότερος ο Ράμμος) 52 συνολικά διαφορετικά επαγγέλματα μετράει κανείς στο παλιό Μητρώο της Κοινότητας.
H Κοινότητα περιελάμβανε 750 περίπου σπίτια, όπως το μαρτυράει πάλι το παλιό μας μητρώο που συντάχτηκε απ το 1907-1920 και ήταν χωρισμένη σε 16 συνοικίες με αριθμημένους δρόμους και σπίτια. Ένα χωριό που κατοικείτο αποκλειστικά και μόνο από Έλληνες. αφού κατείχαν με φεφτά (δηλ. με βασιλικό διάταγμα) το δικαίωμα να μην επιτρέπουν σε Τούρκο να Κατοικήσει στο χωριό αν δεν το ήθελαν. Λέγεται ότι κατείχαν αυτό το δικαίωμα, γιατί καλλιεργούσαν τα Βασιλικό κτήματα (την περίφημη ΤΖΕΝΤΡΑ) και ήτανε καλοπληρωτές των φόρων.
Λέγεται ακόμα και πρέπει να ναι αλήθεια, ότι όταν κάποιος Τούρκος έχτισε σπίτι, η κοινότητα τον αποζημίωσε και εξαγόρασε το σπίτι. Μόνο Αστυνομία Τουρκική υπήρχε, η δε σχέση του Προέδρου του χωριού αλλά και των κατοίκων μαζί της ήταν άριστη. Η κοινότητα λειτουργούσε αυτόνομα και κοντά της η Εκκλησία με την Επιτροπή της. H Εκκλησιαστική αυτή επιτροπή πλήρωνε όλα τα λειτουργικά διοικητικά έξοδα της Κοινότητας. Πλήρωνε τους Παπάδες, του Δασκάλους τους Ψάλτες, τους Νυχτοφύλακες, τους Αγροφύλακες, τους Κοινοτικούς υπαλλήλους κ.τ,λ. Τα έσοδά της προέρχονταν απ το νοίκιασμα των καπηλιών που ήταν δύο και μάλιστα είχε και περίσευμα.
H πολιτική κίνηση στο χωριό κατείχε τα σκήπτρα της περιοχής με τα ξακουστά πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου και του Μπαλουκλή (Ζωοδόχου Πηγής). Στα πανηγύρια αυτά και προπαντός του Δεκαπενταύγουστου, η κάθε παρέα είχε τα δικά της όργανα, τα πιο ονομαστά εκείνης της εποχής στην Πόλη. H γνωστή Ρόζα Εσκενάζη με το τακίμι της, δηλ. την κομπανία της, (Τομπούλης και Σία) ήταν ένα από αυτά.
Ο όλος οικισμός αποτελείτο από ισόγεια ή διόροφα στην πλειοψηφία τους σπίτια, κτισμένα αντισεισμικά, στον τύπο του μπολμέ εκείνης της εποχής. με μόνη εξαίρεση την εκκλησία και το διόροφο πέτρινο σχολείο μας. Στο σχολείο. που είχε τέσσερους δασκάλους και τέσσερες δασκάλες (ήταν δηλαδή οκτατάξιο) διδάσκονταν τα μαθήματα στα Ελληνικά. Διδάσκονταν βέβαια τα Τουρκικά αλλά και τα Γαλλικά. (Φθάνουν και σήμερα στ αυτιά μου τα Γαλλικά που πέταγε η συχωρεμένη η μάνα μου όταν μ έβλεπε και μελετούσα το μάθημα στο Γυμνάσιο «Ζ αίμ λε φρουί = αγαπώ τα οπωρικά»).
H εκκλησία μας είχε (κι ευτυχώς τα σώσαμε και τα φέραμε μαζί μας) θαυμάσια αφιερώματα ακόμα και της Ρωσσικής Κυβέρνησης (εποχή Μεγάλης Αικατερίνης) όπως ο Επιτάφιος Θρήνος, οι κρεμαστές καντήλες, η Αγία Τριάδα σλαβικής τεχνοτροπίας και άλλα. Ήταν δε κτισμένη κατά το όπως επιτρεπόταν στην εποχή της Τουρκοκρατίας, δηλαδή ελαφρά ημιυπόγεια (κατέβαινες ένα σκαλί) με καφασωτό εξώστη για τις γυναίκες και ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Γύρω και κάτω απ αυτή βρίσκονταν το Νεκροταφείο. Οι 4 εικόνες του τέμπλου -πλην της Κοιμήσεως - είναι ίδιες με τις Εικόνες του Αγίου Γεωργίου του Πατριαρχείου. Από το 1918 μέχρι το 1924 πλουτίστηκε με αφιερώματα των κατοίκων, όπως είναι τα δύο μεγάλα μανουάλια (δωρεά του Γεωργίου Δασκαλάκη 1919) αλλά και τα μικρότερα ιδίου τύπου που δυστυχώς (θα το πω κι ας στενοχωρίσω κάποιες φιλενάδες) οι γυναίκες που φροντίζουν σήμερα την εκκλησία μας, μη μπορώντας να εκτιμήσουν την αξία τους, τ αντικατέστησαν με τα σημερινά φτηνά φανταχτερά χωριάτικα κακοτεχνήματα.
Δεν υπάρχουν γνωστές πηγές για την ιστορία γέννεσης του χωριού μας. Πότε δηλαδή ιδρύθηκε, ούτε και ποιοί ήταν οι πρώτοι του κάτοικοι. Εκδοχές μονάχα, και εικασίες, για αυτό και δεν τις αναφέρω, αφού δεν είναι τεκμηριωμένες. Να μια πρόκληση για τα μορφωμένα παιδιά του χωριού μας «Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΧΩΡΙΟΥ», αφού εγώ παρά τις προσπάθειές μου δεν μπόρεσα να καταλήξω σε οριστικά συμπεράσματα, γιατί το αρχείο του Πατριαρχείου είχε καεί στη μεγάλη πυρκαϊά πού κατέστρεψε το Πατριαρχικό Μέγαρο.
Κι όμως παρά τα προνόμια που είχε το χωριό και τις χάρες, αφού η Πόλη ήταν τόσο κοντά, η ζωή δεν ήταν ήρεμη και ανέμελη. Αντίθετα μάλιστα ήταν αρκετά επικίνδυνη. Στο Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1915, με μία φθηνή όπως λέγεται δικαιολογία ότι βοηθούσαν τους Ρώσσους, αποφασίστηκε η εξορία των κατοίκων στην ανατολή.
Ήταν η αποφράδα 30η Μαϊου 1915. Στις δύο τα μεσάνυχτα μαζεύτηκαν στον κισλά (δηλ. την Αστυνομία) όλα τα υπάρχοντα των κατοίκων (δήθεν προς φύλαξη) και στη συνέχεια ο πληθυσμός μεταφέρθηκε με όσα ρούχα μπορούσε να κουβαλήσει μαζί του, στο Μπουγιούκ-ντερέ (πεζοί ή με αραμπάδες). Απ το Μπουγιούκ-ντερέ με βαποράκι πέρασαν απέναντι στη Μ. Ασία στην ΚΙΟ (Νικομήδεια) και στη συνέχεια άλλοι με τα κάρα και άλλοι με τα πόδια, βάδιζαν προς την Προύσσα με συνοδεία στρατιωτικών και αστυνομικών. Στο δρόμο τους βρήκε η μεγάλη σφαγή των Αρμενίων και μάλιστα σ ένα χωριό που κάθησαν για κάμποσο καιρό ήταν Αρμένικο που τις προηγούμενες μέρες είχε σφαγεί όλος του ο πληθυσμός.
Η φτώχια τους ταλαιπωρούσε ακόμα περισσότερο και πολλοί απ αυτούς ζητιάνευαν για να ζήσουν, πολλοί κατώρθωσαν με χίλιους δύο τρόπους (χρήματα, κρυφά, με μεταμφίεση) να το σκάσουν στο δρόμο και με πολλά βάσανα να φθάσουν στην Πόλη. Επίσημα, μόνο ο Χαράλαμπος Ραπτόπουλος, όπως έλεγε, ο συγχωρεμένος γυιός του γύρισε και για τον οποίο είχαν γίνει διαβήματα προς τον Βασιλέα Γουλιέλμο. Η χωρίς συνέπειες επιστροφή ασφαλώς έγινε γιατί οι Τούρκοι είχαν στο μεταξύ χαλαρώσει τα αστυνομικά μέτρα, αφού ήδη είχε μεσολαβήσει η σφαγή των Αρμενίων. Δυόμιση χρόνια κράτησε το δράμα της εξορίας. Όλοι όμως γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη.
Στην αρχή σιγά σιγά και με την είσοδο των συμμάχων στην Πόλη, ξαναγύρισαν τα Χριστούγεννα του 1918 στο χωριό. Στο μεταξύ στο χωριό είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι οι οποίοι κι αυτοί σιγά σιγά άρχισαν να φεύγουν. Απ'όσα είχαν αφήσει εκείνο το βράδυ στις 30/ 5/15 στην Αστυνομία δεν βρήκαν τίποτε, ούτε ατομικά ούτε κοινοτικά ή εκκλησιαστικά. Και αρχίζει η καινούργια ζωή. Σπίτια, χωράφια, μαγαζιά, σχολείο, εκκλησία, κοινότητα, έπρεπε να ξανασυγυριστούν. Μπορείτε εύκολα να καταλάβετε τη ζωή αυτών των ανθρώπων.
Κι ώσπου να πουν δόξα το θεό φθάνει σε τέσσερα χρόνια η καταστροφή το 1922. Η Ιωνία και ο Πόντος αλλά και τα χωριά της ενδοχώρας ζούνε τη λαίλαπα της τουρκικής μανίας. H μεγάλη σφαγή δεν μας εγγίζει, όμως και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Έχοντας και την πείρα απ την πρόσφατη εξορία μας, ζητάμε επίμονα να συμπεριληφθούμε στη συμφωνία της ανταλλαγής που είχε υπογραφεί μεταξύ των Βενιζέλου και Ατατούρκ. Η ελληνική κυβέρνηση, με τον εκπρόσωπό της κ. Γώγο και το Πατριαρχείο αρνιόταν επίμονα, γιατί αποτελούσαμε το ζωντανότερο κομμάτι της Μητρόπολης των Δέρκων με έδρα τη Θεραπειά. Κι η επιμονή των κατοίκων έπιασε τόπο.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1924 ημέρα παρασκευή στις 10 το πρωί, με το πλοίο ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΕΜΕΣΤΙΧΑΣ, που είχε ναυλώσει η Ελληνική Κυβέρνηση όλοι οι κάτοικοι τον χωριού 4830 ψυχές και περίπου 500 φυγάδες ξεκίνησαν και πάλι από το Μπουγιούκ-ντερέ, αυτή τη φορά όμως για το μεγάλο ταξίδι προς την αγαπημένη τους Πατρίδα την Ελλάδα. σ εφαρμογή της συμφωνίας Ελλάδας - Τουρκίας για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Πήραν μαζί τους ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Οι αραμπάδες, τα βαρειά μπαγκάζια, τα ζώα (800 περίπου βουβάλια, 2500 αιγοπρόβατα, 200. άλογα, αγελάδες κλπ.) μεταφέρθηκαν με 2 τραίνα με 30 βαγόνια το κα0ένα και κατέληξαν στο Τέκελι, σημερινή Σίνδο. Εκεί και στο Γιάλιτζικ τη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα έμειναν παραπάνω από 50 οικογένειες.
Το πλοίο όπως είπαμε ξεκίνησε στις 10 το πρωί της Παρασκευής 10 Οκτωβρίου 1924 πάλι από το Μπουγιούκ-ντερέ και έφθασε στη Θεσσαλονίκη το απόγευμα της Κυριακής 12 Οκτωβρίου 1924. Εκεί ο Διοικητής κ. Καναβός, όπως λέει στην αφήγησή του ο Γεώργιος Ραπτόπουλος, φρόντισε για τη σύτισή μας. Σε κανένα δεν επιτράπηκε να βγει έξω. Κατά μία εκδοχή, που άκουσα στο καφενείο μας όταν ήμουν μικρός, φεύγοντας από την Πόλη οι Τούρκοι τους είχαν πει «Μακριά απ τη Μακεδονία γιατί γίνονται όλοι οι πόλεμοι, αλλά κι απ την Πελοπόννησο γιατί κανένας ξένος δεν μπόρεσε να σταθεί». Ίσως έτσι δικαιολογείται γιατί δεν υλοποιήθηκε μια πρόταση να εγκατασταθούμε στο κτήμα Παπαγεωργίου, στο σημερινό Τοψίν - Γέφυρα. Έτσι από τη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε το ταξίδι μας για το Ναύσταθμο ταυ Πειραιά. Εκεί μας εγένετο η περιβόητη καραντίνα (απολύμανση) και επιτράπηκε σε όσους ήθελαν ή είχαν γνωστές οικογένειες να κατέβουν. Έμειναν περίπου 70 οικογένεια στην Κηφισσιά, το Περιστέρι και τη Νίκαια. Και συνεχίζοντας την περιπλάνηση φθάσαμε στις 22 Οκτωβρίου 1924, ύστερα από ταξίδι 12 ημερών στα Λουτρά της Αιδηψού.
Με εντολή της κυβέρνησης επιτάχθηκαν, αφού ήδη βρισκόμασταν σε νεκρά εποχή όλα τα ξενοδοχεία της Λουτρόπολης για την παραμονή μας σ αυτά που κράτησε μέχρι την έναρξη της θερινής σαιζόν, δηλαδή μέχρι τις 15 Μαϊου 1925. Ήδη το κράτος, πάλι κατά την αφήγηση του Γεώργιου Ρατπόπουλου, με τον εκπρόσωπό του κ. Κανελλόπουλο, της κυβέρνησης Κονδύλη, είχε αγοράσει το κτήμα ΜΙΜΟΝ απ την κόρη του αντί 18.000 λιρών χρυσών για την εγκατάσταση του χωριού μας και 52 οικογενειών του Μουρσαλή (μέρος τον μεγάλου προσφυγικού, κι αυτού χωριού τους). Το κτήμα αυτό περιελάμβανε τις όσες εκτάσεις κατέχουν σήμερα το δύο χωριά, ο δε ΜΙΜΟΝ ήταν πρώην Γάλλος Πρόξενος.
Στις 15 λοιπόν Μαΐου 1925 εγκαταστα0ήκαμε σε τσαντήρια (σκηνές) στο σημερινό ελαιώνα του Ταξιάρχη. Επιδόματα και κάθε είδους και μορφής βοηθήματα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή και ο κόσμος έκανε όποια δουλειά μπορούσε για να ζήσει τη φαμίλια του. Στο μεταξύ δόθηκαν πρόχειρα 5000 περίπου στρέμματα γης και ο καθένας άλλος πολλά, άλλος λίγα άρχισαν να τα καλλιεργούν για να ζήσουν. Όμως η ανεργία και η φτώχεια που άρχισε ν αγκαλιάζει τους κατοίκους, αφού τα χρυσαφικά που κουβαλούσε ο κόσμος, τα περίφημα πεντόλιρα και οι πατάκες άρχισαν να εξαντλούνται, μα προπαντός η ελονοσία που θέριζε, ανάγκασε τους περισσότερους κατοίκους να ζητήσουν παραμονή σε άλλες πόλεις. Έτσι μετακόμισαν κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αλλά και σε άλλες πόλεις, μικρές ομάδες συγγενικών ή μεμονωμένων οικογενειών ζήτησαν καινούργια Κατοικία. Όπως στις Σέρρες, στη Ξάνθη, στη Πάτρα, στην Κομοτινή, ακόμα και στην Κρήτη. Και στα τσαντίρια ο θάνατος έσπαγε ρεκόρ. Περίπου 150 άτομα πέθαναν μέσα σε δύο, τρία χρόνια.
Τόσο μεγάλη ήταν η φυγή των Πυργιωτών προς άλλα κέντρα. που απ τις 4.830 ψυχές, στην απογράφη του 1928 είχαν απομείνει και καταγράφηκαν μόνο 780 άτομα. Κι ενώ μέχρι τότε στο χωριό λειτουργούσε Αστυνομία, ήταν τοποθετημένος ειδικός ανθελονοσιολόγος γιατρός, ο περίφημος Ευκαρπίδης που μετακόμισε στην Κατερίνη, όπου και σήμερα ζουν οι απόγονοι του, κι αργότερα η γνωστή στους παλαιότερους γιατρίνα μας Κική Λαγανάκου, υπήρχε Φαρμακείο του γνωστού Κώστα Τζιβανίδη και το σχολείο ήταν εξατάξιο, σιγά σιγά όλα μεταφέρθηκαν στους Ωρεούς.
Στο μεταξύ άρχισε απ το 1925 η ανέγερση του οικισμού με εργολάβους τους κ.κ. Καλλιμάνη και Γεωργιάδη. Εμείς μπήκαμε σε ημιτελή σπίτια χωρίς πατώματα και ταβάνια στις 26 Οκτωβρίου 1926, όταν η παραλία ήταν γεμάτη βούρλα τα αξέχαστα απ την παιδική μας ηλικία σάζια και οι αυλές και οι δρόμοι του χωριού λάσπες και νερά. Όλες οι εργασίες των σπιτιών τελείωσαν το 1930 και το 1932 έγινε η οριστική διανομή σπιτιών και χωραφιών. Έτσι τελείωσε το παραμύθι της προσφυγιάς μας, που κράτησε ουσιαστικά 15 χρόνια απ το 1915 ως το 1930.
Παλαίψαμε πολύ για να φθάσουμε να καμαρώνουμε το σημερινό όμορφο χωριό μας. Τα ζαρζαβατικά μας, βραβευμένα κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, έφθασαν στους τόπους πώλησης, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη μόνο με καΐκια ή βαπόρι, ύστερα από ταξίδι δύο και τριών ημερών αναμένα και άχρηστα προς πώληση.
Φθάσαμε στο σημείο να πληρώνουμε κι από πάνω για να πάρουν τα κοφίνια της συσκευασίας (τα περίφημα κόπια). Χρέη., χρέη και φυλακή απ τα αγροτικά αυτά χρέη.
Κι όμως αντέξαμε, κι όμως σταθεροποιηθήκαμε, κι όμως αφομοιωθήκαμε με το ντόπιο πληθυσμό, κι όμως παρά την έλλειψη ουσιώδους κρατικής μέριμνας είμαστε σήμερα εδώ, σ ένα όμορφο, πεντακάθαρο, πρόσχαρο καλοβαλμένο, λουσμένο στο γαλάζιο και το πράσινο, χωριό και σας καλωσορίζουμε στη μεγαλύτερη σημερινή Πανευβοική γιορτή.
Σας ευχαριστούμε όλους από καρδιάς για την τιμή που μας κάνατε με την παρουσία σας.

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Παλιές φωτογραφίες με βυζαντινά υδραγωγεία της περιοχής

Παλιές φωτογραφίες με βυζαντινά υδραγωγεία της περιοχής.










Πύργος (σημερινό Kemerburgaz)



Πύργος (σημερινό Kemerburgaz)

 «Ο Πύργος Μπουργκάζ στα τουρκικά), και σήμερα Κεμέρ Μπουργκάζ, μεγαλοχώρι παλιά κτισμένο στα νοτιοδυτικά του Μπαχτσέκιοϊ του Βελιγραδίου, διέσωζε το όνομα του πύργου που οικοδόμησε στη θέση αυτή ο Ανδρόνικος Κομνηνός «προς θερινόν αυτού ενδιαίτημα». Ο αυτοκράτορας, που με μέγιστες δαπάνες είχε ανακαινίσει το μεγάλο υδραγωγό του Ουάλεντος, μετοχέτευσε σ’αυτόν τα νερά του Ύδραλη, κατασκευάζοντας τις πρώτες δεξαμενές δίπλα στις πηγές του ποταμίσκου. Τον οχυρό πύργο και τα περί αυτόν παλάτια του Ανδρονίκου, «φθονών ώσπερ αυτώ της καλλίστης ταυτησί πράξεως» κατά τον Χωνιάτη, γκρέμισε ο Ισαάκιος Άγγελος. Τις εκεί βυζαντινές δεξαμενές, που τροφοδοτούσαν πάντα τις μεγάλες κινστέρνες της πρωτεύουσας, θα επισκεύαζε πολύ αργότερα, το 1621, ο σουλτάνος Οσμάν ο Β’.
«Η κοιλάς του Πύργου», γράφει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, «αμιλλάται, ως προς την έκτασιν και το χλοερόν των δασών της, προς τας γειτνιάζουσας αυτή κοιλάδας. Διαρρέει σε ταύτην μέσην, υπό την σκιάν αιγείρων και ιτέων, ο Βορβύσης, και επί μεν της μίας των κλιτύων αυτής εκτείνονται ατάκτως τα οικήματα του χωριού, επί δε της ετέρας δάσος αγριωπόν, και εις τας άκρας δύο υδραγωγεία· επέκεινα δε αυτών, επ’ αυτής ήδη της ακρολοφίας, κείται Τούρκικον τι χωρίον, καλούμενον, απ’ αυτών ήδη των του Γυλλίου χρόνων, Πετεινοχώριον, εις το λουτρόν του οποίου απέρχονται πεζή αι κυρίαι του Πύργου, και διημερεύουσιν εν αυτώ κατά την συνήθειαν των κατοίκων της Τουρκίας». Για το Πετεινοχώρι αυτό, το Petnchor, όπως το έλεγαν οι Οθωμανοί, φημολογείτο ότι θεμελιωτής του ήταν ο Βασίλειος Πετεινός, που άκμασε και έδρασε ποικίλως στα χρόνια της αυτοκρατορίας Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.
To 1974 o Cosimo Comidas de Carbognano αναφέρεται στον Πύργο, το «χωριό Μπουργκάζ έξι περίπου μίλλια μακριά από το Μπαχτσέκιοϊ» και απαριθμεί τα τέσσερα μεγάλα υδραγωγεία που δέσποζαν στα γύρω δάση του. «Ως προς τον αγωγό τον κείμενο δυτικά του χωριού», γράφει, «παρ’ όλο που εκλαμβάνεται ως κτίσμα Ιουστινιάνειο, καθώς δεν αναφέρεται ποτέ στα αρχαία κείμενα θα πρέπει να θεωρηθεί έργο των χρόνων του Ανδρονίκου, του αυτοκράτορα που ως γνωστόν είχε κτίσει εδώ ένα πύργο και άλλα δυνατά κτίρια».
Ο Πύργος αποτελούσε δήμο και έδρα Μουδούρη, καθώς ήταν το μεγαλύτερο και πολυανθρωπότερο από τα μεσόγεια χωριά της επαρχίας Δερκών, με 350 οικογένειες το 1873, περισσότερο από δύο χιλιάδες κάτοικοι, που συντηρούσαν εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και σχολή αλληλοδιδακτική με έναν διδάσκαλο και μαθητάς περί τους 110. Ο μισθός του διδασκάλου, που εκτελούσε και χρέη ιεροψάλτου στην εκκλησία, ανερχόταν σε γρόσια 400, ενώ η ολική δαπάνη της κοινότητας ξεπερνούσε τα 6.000 ετησίως. Ιδρυτής της σχολής, «ολίγον προ του 1780» κατά τον Σιδερίδη, ήταν ο από Αγχιάλου μητροπολίτης Δέρκων Ανανίας. Ο Μανουήλ Γεδεών που διάβασε στο υπέρθυρό της τη χρονολογία 1782, αναφέρει ως διδάσκαλο της σχολής τον Δημήτριο Ντεβετζή, πατέρα του οικουμενικού πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’. Δίδασκε, διηγείται, αυτός με την ακόλουθη πρωτοτυπία: «έρριπτεν ο διδάσκαλος έν κινητόν γράμμα του αλφαβήτου προς την οροφήν, όπως παίζουν τα παιδιά ρίπτοντα νόμισμα εις ύψος [και] επιφωνούντα ‘’κορώνα ή γράμματα’’, και ο μαθητής που θα διέκρινε πρώτος το γράμμα ελάμβανεν έν λουκούμι ως βραβείον».
Το 1880 γνωρίζουμε την ίδρυση του εν Πύργω Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου «ο Εύξεινος Πόντος», ενώ το 1882 δραστηριοποιείται, «από νέους της κωμοπόλεως», Φιλόμουσος Αδελφότης με σκοπό την ενίσχυση των τοπικών εκπαιδευτηρίων. Η αδελφότητα είχε πολλά προσφέρει τότε στην εκπαίδευση και επιμόρφωση των απόρων νέων. Το έργο της θα συνέχιζε αργότερα η κατά πολύ μεταγενέστερη «εν Πύργω Φιλόπτωχος Αδελφότης», που δραστηριοποιήθηκε το 1905.
Το 1884 κατοικούσαν τη μικρή πολιτεία 550 περίπου οικογένειες ορθοδόξων, των οποίων η εκκλησία της Κοιμήσεως αναφέρεται ως «ευρύχωρος και λαμπρώς διακεκοσμημένη». Επίσης «λαμπρόν και μέγα» ήταν το λιθόκτιστο οικοδόμημα που είχαν ανεγείρει οι φιλότιμοι κάτοικοι το 1876, «ως φυτώριον των τέκνων αυτών». Το κτίριο ήταν διηρημέμο σε δύο τμήματα, σε σχολή ελληνοδημοτική και σε παρθεναγωγείο. Και στην μεν σχολή των αρένων, όπως μας πληροφορεί ο Καλέμης, φοιτούσαν 160 μαθητές με δύο διδασκάλους, «ών ο έτερος δίδασκε πλην των ελληνικών και την γαλλικήν γλώσσαν εις τας δύο ανωτέρας τάξεις», στο δε παρθεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν περισσότερα από 60 κορίτσια, παρέδιδε μία και μόνη διδασκάλισσα, «διδάσκουσα πλην των εγκυκλίων μαθημάτων και τα σχετικά τω ωραίω φύλω εργόχειρα». Τις σχολές συντηρούσε η κοινότητα με 130 χρυσές λίρες ετησίως, ποσό που αποτελούσε μόλις το ένα τρίτον από τα ενοίκια των κτημάτων που εισέπραττε.
Κάθε 15η Αυγούστου, ημέρα ητς Κοιμήσεως της Θεοτόκου που εόρταζε η εκκλησία του Πύργου, λάμβανε χώρα τοπική πανήγυρις μεγάλη, που διαρκούσε τρεις ολόκληρες ημέρες. «Εν τω βάθει κατωφερούς και κατασκίου κοιλάδος, εντός του χωρίου κειμένης, υπάρχει αγίασμα, εις ό απερχόμενοι οι κάτοικοι μετά την θείαν λειτουργίαν, του κλήρου μετά των εξαπτερύγων προπορευομένου, ψάλλουσι την ακολουθίαν του αγιασμού. Μεθ’ ό αίρεται υπό τινός των κατοίκων μέγας άρτος, υποχρεουμένου τούτου να προσενέγκη τη εκκλησία ποσότητα τινα ελαίου, ανερχομένου πολλάκις μέχρις εκατόν πενήντα οκάδων, των δυνάμεων εκ των κατοίκων ολονέν πλειοδοτούντων. Ακολούθως διανέμονται τω λαώ τα κόλλυβα και η ιλαστήριος θυσία, ήτις εστίν ως τα πολλά, οπτόν βόειον κρέας». Το έθιμο αυτό με τα κουρμπάνια, το συνήθιζαν και στο μικρό γειτονικό Αλβανιτοχώρι της επαρχίας.
Το 1905 ο Πύργος, «εκλιπόντος και του Βελιγραδίου», περιελάμβανε περισσότερες από 600 οικογένειες ορθοδόξων. Είχε «ωραίαν και μεγαλοπρεπή» εκκλησία, μετά δύο ιερέων και ενός διακόνου. Συντηρούσε παράλληλα, εντός «του ωραίου κτιρίου της Σχολής», πεντάτακτο Αστική σχολή, με 150 μαθητές και τρεις διδασκάλους «ων ο διευθυντής, εκ των τροφίμων της Θεολογικής σχολής, εκτελεί και το έργον του ιεροκήρυκος και χρέη ιεροδιακόνου εν τη εκκλησία». Λειτουργούσε επίσης το τετράτακτο νηπιοπαρθεναγωγείο με 80 μαθήτριες και νήπια, με μια διδασκάλισσα και τη βοηθό της. Κατά τα έτη 1909 και 1911 δίδασκε στη σχολή αρρένων ο Μιλτιάδης Σαραντής, που το 1936, πρόσφυγας πλέον στην Αθήνα, θα μας περιγράψει σε τόμο των Θρακικών τα παλιά θρακιώτικα «παναγύρια» της πατρίδας του.
Μέχρι τα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων οι ντόπιοι του Πύργου, οι Μπουργκαζλήδες, που στην πλειοψηφία τους ασχολούνταν με τις εκτεταμένες αγροκαλλιέργειές τους και την κτηνοτροφία, μεταφέροντας και πουλώντας τα προϊόντα τους στην πρωτεύουσα και τα προάστειά της, αν και δοκιμασμένοι κατά καιρούς από θεομηνίες, μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κάτοικοι μιάς πολιτείας «ικανώς ανθηράς οικονομικώς». Οι πιέσεις όμως και εκφοβισμοί τους εξανάγκασαν το 1914 να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, και κάποιους από αυτούς να εκπατριστούν πρόωρα, ενώ άλλοι μετοίκησαν «βιαίως» στα πέριξ της Νίκαιας της Βιθυνίας. Κατά τις στατιστικές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο αριθμός των μετατοπισθέντων Πυργιωτών κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ανερχόταν στις 1.650 ψυχές. Όταν οι τελευταίοι επανέκαμψαν μετά από περιπλανήσεις και ποικίλες περιπέτειες, οι πρόκριτοί τους καταμέτρησαν 992 οικίες και ντόπιο πληθυσμό που ανερχόταν σε πέντε περίπου χιλιάδες ορθοδόξους.
Με την Ανταλλαγή οι Πυργιώτες κατέφυγαν οριστικά στην Ελλάδα και άλλοι από αυτούς κατοίκησαν στα πέριξ της Αιδηψού, παρά τους Ωρεούς, άλλοι στα Νέα Σφαγεία των Αθηνών, στο Περιστέρι, και αρκετοί ως περιβολάρηδες στην Κηφισιά. Οι Τούρκοι μετά το 1924, εγκατέστησαν στα σπίτια του Πύργου γύρω στις πεντακόσιες προσφυγικές οικογένειες, μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, στους οποίους και διένειμαν κατ’ ‘ατομο 2,5 στρέμματα γης. Ο πληθυσμός του Burgaz, και Kemerburgaz αργότερα, που ανερχόταν τότε στους 2.500 κατοίκους, μειώθηκε το 1955 στους 1.867, καθώς πολλοί μετοίκησαν, όταν μέρος των κτημάτων τους χαρακτηρίστηκε από τις επίσημες αρχές ως έκταση δασική. Δύο χρόνια αργότερα, το 1957, ήρθαν να εγκατασταθούν εδώ και τριάντα περίπου νέες οικογένειες, πρόσφυγες της Βουλγαρίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Σφραγίδες Μητροπόλεων Χαλκηδόνος – Δέρκων, Μήλλας Α., Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2000 Αθήνα.
Χάρτης περιοχής Κωνσταντινούπολης (Πηγή: Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης)

Kemerburgaz - Wikipedia

Kemerburgaz - Wikipedia