Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από ιστοσελίδα πολιτιστικού συλλόγου του Νέου Πύργου Ευβοίας, αποθηκευμένη το 2009, η οποία πλέον δεν υφίσταται στο διαδίκτυο (ή δεν την έχω εντοπίσει) και το παραθέτω για χάρη της ιστορικής μας μνήμης.
ΝΕΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΕΥΒΟΙΑΣ : Η ιστορία
της εγκατάστασης του από τον Αναστάσιο (Τάσο) Μαμάνη
ΣΗΜ.
Γράφτηκε και διαβάστηκε απ τον Αναστάσιο (Τάσο) Νικολάου Μαμάνη στη γιορτή για
τα 167 χρόνια της απελευθέρωσης της Εύβοιας, στο χωριό μας στις 7 Ιουνίου 1997,
πάνω σε στοιχεία που πριν από 25 περίπου χρόνια είχε συγκεντρώσει απ τις
προσωπικές μαρτυρίες παλιών κατοίκων.
Αγαπητοί
μας φίλοι,
ας
μου επιτραπεί σ’ αυτή τη φράση να συμπεριλάβω όλους εσάς, που με την παρουσία
σας, τιμάτε τη σημερινή μας γιορτή, αποφεύγοντας έτσι τις μακροτενείς και
χρονοβόρες προσφωνήσεις των τόσων εκλεκτών επισκεπτών μας, αλλά και τα τυχών
λάθη στη σειρά προσφωνήσεων. Μεγάλη τιμή για το χωριό μας που επιλέχθηκε φέτος για
να γιορτάσει το τόσο σημαντικό γεγονός για το ιστορικό γριπονίσι μας.
Με
την ευκαιρία αυτή, κι αφού άλλος ομιλητής θα τονίσει τη μεγάλη σημασία του
ιστορικού γεγονότος, ας μου επιτραπεί και πάλι να σας γνωρίσω με λίγα λόγια την
ιστορία αυτού του χωριού που σας φιλοξενεί σήμερα και μοιάζει με παραμύθι.
Κομμάτι
κι αυτό των χαμένων πατρίδων και μάλιστα της Βασιλίδας των πόλεων της ξακουστής
Κωνσταντινούπολης, έχει την τραγική του ιστορία, όπως όλα τα προσφυγοχώρια της
Ελλάδας μας. 16
χιλιόμετρα Βορειοδυτικά της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν
το παλιό μας χωριό με την επίσημη ονομασία, που και σήμερα έχει ΚΕΜΕΡ
ΜΠΟΥΡΓΚΑΣ, ή ΠΥΡΓΟΣ στα Ελληνικά. Ένα χωριό με 4.500 περίπου κατοίκους και με
κύρια ασχολία τους την κηπουρική. Ήταν γνωστά στην Πόλη τα Πυριώτικα
ζαρζαβατικά για πολλά χρόνια και μετά την αναχώρησή μας από εκεί. Αλλά και γαλατάδες
πολλούς είχε το χωριό. Επίσης χασάπηδες (η γενιά των Βράικων) και κτηνοτρόφους
(γνωστότερος ο Ράμμος) 52 συνολικά διαφορετικά επαγγέλματα μετράει κανείς στο
παλιό Μητρώο της Κοινότητας.
H
Κοινότητα περιελάμβανε 750 περίπου σπίτια, όπως το μαρτυράει πάλι το παλιό μας
μητρώο που συντάχτηκε απ το 1907-1920 και ήταν χωρισμένη σε 16 συνοικίες με
αριθμημένους δρόμους και σπίτια. Ένα χωριό που κατοικείτο αποκλειστικά και μόνο
από Έλληνες. αφού κατείχαν με φεφτά (δηλ. με βασιλικό διάταγμα) το δικαίωμα να
μην επιτρέπουν σε Τούρκο να Κατοικήσει στο χωριό αν δεν το ήθελαν. Λέγεται ότι
κατείχαν αυτό το δικαίωμα, γιατί καλλιεργούσαν τα Βασιλικό κτήματα (την
περίφημη ΤΖΕΝΤΡΑ) και ήτανε καλοπληρωτές των φόρων.
Λέγεται
ακόμα και πρέπει να ναι αλήθεια, ότι όταν κάποιος Τούρκος έχτισε σπίτι, η
κοινότητα τον αποζημίωσε και εξαγόρασε το σπίτι. Μόνο Αστυνομία Τουρκική
υπήρχε, η δε σχέση του Προέδρου του χωριού αλλά και των κατοίκων μαζί της ήταν
άριστη. Η κοινότητα λειτουργούσε αυτόνομα και κοντά της η Εκκλησία με την Επιτροπή
της. H Εκκλησιαστική αυτή επιτροπή πλήρωνε όλα τα λειτουργικά διοικητικά έξοδα
της Κοινότητας. Πλήρωνε τους Παπάδες, του Δασκάλους τους Ψάλτες, τους
Νυχτοφύλακες, τους Αγροφύλακες, τους Κοινοτικούς υπαλλήλους κ.τ,λ. Τα έσοδά της
προέρχονταν απ το νοίκιασμα των καπηλιών που ήταν δύο και μάλιστα είχε και
περίσευμα.
H
πολιτική κίνηση στο χωριό κατείχε τα σκήπτρα της περιοχής με τα ξακουστά
πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου και του Μπαλουκλή (Ζωοδόχου Πηγής). Στα
πανηγύρια αυτά και προπαντός του Δεκαπενταύγουστου, η κάθε παρέα είχε τα δικά
της όργανα, τα πιο ονομαστά εκείνης της εποχής στην Πόλη. H γνωστή Ρόζα
Εσκενάζη με το τακίμι της, δηλ. την κομπανία της, (Τομπούλης και Σία) ήταν ένα
από αυτά.
Ο
όλος οικισμός αποτελείτο από ισόγεια ή διόροφα στην πλειοψηφία τους σπίτια,
κτισμένα αντισεισμικά, στον τύπο του μπολμέ εκείνης της εποχής. με μόνη
εξαίρεση την εκκλησία και το διόροφο πέτρινο σχολείο μας. Στο σχολείο. που είχε
τέσσερους δασκάλους και τέσσερες δασκάλες (ήταν δηλαδή οκτατάξιο) διδάσκονταν
τα μαθήματα στα Ελληνικά. Διδάσκονταν βέβαια τα Τουρκικά αλλά και τα Γαλλικά.
(Φθάνουν και σήμερα στ αυτιά μου τα Γαλλικά που πέταγε η συχωρεμένη η μάνα μου
όταν μ έβλεπε και μελετούσα το μάθημα στο Γυμνάσιο «Ζ αίμ λε φρουί = αγαπώ τα
οπωρικά»).
H
εκκλησία μας είχε (κι ευτυχώς τα σώσαμε και τα φέραμε μαζί μας) θαυμάσια
αφιερώματα ακόμα και της Ρωσσικής Κυβέρνησης (εποχή Μεγάλης Αικατερίνης) όπως ο
Επιτάφιος Θρήνος, οι κρεμαστές καντήλες, η Αγία Τριάδα σλαβικής τεχνοτροπίας
και άλλα. Ήταν δε κτισμένη κατά το όπως επιτρεπόταν στην εποχή της
Τουρκοκρατίας, δηλαδή ελαφρά ημιυπόγεια (κατέβαινες ένα σκαλί) με καφασωτό
εξώστη για τις γυναίκες και ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Γύρω και
κάτω απ αυτή βρίσκονταν το Νεκροταφείο. Οι 4 εικόνες του τέμπλου -πλην της Κοιμήσεως
- είναι ίδιες με τις Εικόνες του Αγίου Γεωργίου του Πατριαρχείου. Από το 1918
μέχρι το 1924 πλουτίστηκε με αφιερώματα των κατοίκων, όπως είναι τα δύο μεγάλα
μανουάλια (δωρεά του Γεωργίου Δασκαλάκη 1919) αλλά και τα μικρότερα ιδίου τύπου
που δυστυχώς (θα το πω κι ας στενοχωρίσω κάποιες φιλενάδες) οι γυναίκες που
φροντίζουν σήμερα την εκκλησία μας, μη μπορώντας να εκτιμήσουν την αξία τους, τ
αντικατέστησαν με τα σημερινά φτηνά φανταχτερά χωριάτικα κακοτεχνήματα.
Δεν
υπάρχουν γνωστές πηγές για την ιστορία γέννεσης του χωριού μας. Πότε δηλαδή
ιδρύθηκε, ούτε και ποιοί ήταν οι πρώτοι του κάτοικοι. Εκδοχές μονάχα, και
εικασίες, για αυτό και δεν τις αναφέρω, αφού δεν είναι τεκμηριωμένες. Να μια
πρόκληση για τα μορφωμένα παιδιά του χωριού μας «Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ
ΠΑΛΙΟΥ ΧΩΡΙΟΥ», αφού εγώ παρά τις προσπάθειές μου δεν μπόρεσα να καταλήξω σε
οριστικά συμπεράσματα, γιατί το αρχείο του Πατριαρχείου είχε καεί στη μεγάλη
πυρκαϊά πού κατέστρεψε το Πατριαρχικό Μέγαρο.
Κι
όμως παρά τα προνόμια που είχε το χωριό και τις χάρες, αφού η Πόλη ήταν τόσο
κοντά, η ζωή δεν ήταν ήρεμη και ανέμελη. Αντίθετα μάλιστα ήταν αρκετά
επικίνδυνη. Στο Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1915, με μία φθηνή όπως λέγεται
δικαιολογία ότι βοηθούσαν τους Ρώσσους, αποφασίστηκε η εξορία των κατοίκων στην
ανατολή.
Ήταν
η αποφράδα 30η Μαϊου 1915. Στις δύο τα μεσάνυχτα μαζεύτηκαν στον κισλά (δηλ.
την Αστυνομία) όλα τα υπάρχοντα των κατοίκων (δήθεν προς φύλαξη) και στη
συνέχεια ο πληθυσμός μεταφέρθηκε με όσα ρούχα μπορούσε να κουβαλήσει μαζί του,
στο Μπουγιούκ-ντερέ (πεζοί ή με αραμπάδες). Απ το Μπουγιούκ-ντερέ με βαποράκι
πέρασαν απέναντι στη Μ. Ασία στην ΚΙΟ (Νικομήδεια) και στη συνέχεια άλλοι με τα
κάρα και άλλοι με τα πόδια, βάδιζαν προς την Προύσσα με συνοδεία στρατιωτικών
και αστυνομικών. Στο δρόμο τους βρήκε η μεγάλη σφαγή των Αρμενίων και μάλιστα σ
ένα χωριό που κάθησαν για κάμποσο καιρό ήταν Αρμένικο που τις προηγούμενες
μέρες είχε σφαγεί όλος του ο πληθυσμός.
Η
φτώχια τους ταλαιπωρούσε ακόμα περισσότερο και πολλοί απ αυτούς ζητιάνευαν για
να ζήσουν, πολλοί κατώρθωσαν με χίλιους δύο τρόπους (χρήματα, κρυφά, με
μεταμφίεση) να το σκάσουν στο δρόμο και με πολλά βάσανα να φθάσουν στην Πόλη.
Επίσημα, μόνο ο Χαράλαμπος Ραπτόπουλος, όπως έλεγε, ο συγχωρεμένος γυιός του
γύρισε και για τον οποίο είχαν γίνει διαβήματα προς τον Βασιλέα Γουλιέλμο. Η
χωρίς συνέπειες επιστροφή ασφαλώς έγινε γιατί οι Τούρκοι είχαν στο μεταξύ
χαλαρώσει τα αστυνομικά μέτρα, αφού ήδη είχε μεσολαβήσει η σφαγή των Αρμενίων.
Δυόμιση χρόνια κράτησε το δράμα της εξορίας. Όλοι όμως γύρισαν στην
Κωνσταντινούπολη.
Στην
αρχή σιγά σιγά και με την είσοδο των συμμάχων στην Πόλη, ξαναγύρισαν τα
Χριστούγεννα του 1918 στο χωριό. Στο μεταξύ στο χωριό είχαν εγκατασταθεί
Τούρκοι οι οποίοι κι αυτοί σιγά σιγά άρχισαν να φεύγουν. Απ'όσα είχαν αφήσει
εκείνο το βράδυ στις 30/ 5/15 στην Αστυνομία δεν βρήκαν τίποτε, ούτε ατομικά
ούτε κοινοτικά ή εκκλησιαστικά. Και αρχίζει η καινούργια ζωή. Σπίτια, χωράφια,
μαγαζιά, σχολείο, εκκλησία, κοινότητα, έπρεπε να ξανασυγυριστούν. Μπορείτε
εύκολα να καταλάβετε τη ζωή αυτών των ανθρώπων.
Κι
ώσπου να πουν δόξα το θεό φθάνει σε τέσσερα χρόνια η καταστροφή το 1922. Η
Ιωνία και ο Πόντος αλλά και τα χωριά της ενδοχώρας ζούνε τη λαίλαπα της
τουρκικής μανίας. H μεγάλη σφαγή δεν μας εγγίζει, όμως και δεν μας αφήνει να
ησυχάσουμε. Έχοντας και την πείρα απ την πρόσφατη εξορία μας, ζητάμε επίμονα να
συμπεριληφθούμε στη συμφωνία της ανταλλαγής που είχε υπογραφεί μεταξύ των
Βενιζέλου και Ατατούρκ. Η ελληνική κυβέρνηση, με τον εκπρόσωπό της κ. Γώγο και
το Πατριαρχείο αρνιόταν επίμονα, γιατί αποτελούσαμε το ζωντανότερο κομμάτι της
Μητρόπολης των Δέρκων με έδρα τη Θεραπειά. Κι η επιμονή των κατοίκων έπιασε
τόπο.
Στις
10 Οκτωβρίου του 1924 ημέρα παρασκευή στις 10 το πρωί, με το πλοίο ΙΩΑΝΝΗΣ
ΔΕΜΕΣΤΙΧΑΣ, που είχε ναυλώσει η Ελληνική Κυβέρνηση όλοι οι κάτοικοι τον χωριού
4830 ψυχές και περίπου 500 φυγάδες ξεκίνησαν και πάλι από το Μπουγιούκ-ντερέ,
αυτή τη φορά όμως για το μεγάλο ταξίδι προς την αγαπημένη τους Πατρίδα την
Ελλάδα. σ εφαρμογή της συμφωνίας Ελλάδας - Τουρκίας για την ανταλλαγή των
πληθυσμών. Πήραν μαζί τους ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Οι αραμπάδες, τα βαρειά
μπαγκάζια, τα ζώα (800 περίπου βουβάλια, 2500 αιγοπρόβατα, 200. άλογα, αγελάδες
κλπ.) μεταφέρθηκαν με 2 τραίνα με 30 βαγόνια το κα0ένα και κατέληξαν στο
Τέκελι, σημερινή Σίνδο. Εκεί και στο Γιάλιτζικ τη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα
έμειναν παραπάνω από 50 οικογένειες.
Το
πλοίο όπως είπαμε ξεκίνησε στις 10 το πρωί της Παρασκευής 10 Οκτωβρίου 1924
πάλι από το Μπουγιούκ-ντερέ και έφθασε στη Θεσσαλονίκη το απόγευμα της Κυριακής
12 Οκτωβρίου 1924. Εκεί ο Διοικητής κ. Καναβός, όπως λέει στην αφήγησή του ο
Γεώργιος Ραπτόπουλος, φρόντισε για τη σύτισή μας. Σε κανένα δεν επιτράπηκε να
βγει έξω. Κατά μία εκδοχή, που άκουσα στο καφενείο μας όταν ήμουν μικρός,
φεύγοντας από την Πόλη οι Τούρκοι τους είχαν πει «Μακριά απ τη Μακεδονία γιατί
γίνονται όλοι οι πόλεμοι, αλλά κι απ την Πελοπόννησο γιατί κανένας ξένος δεν
μπόρεσε να σταθεί». Ίσως έτσι δικαιολογείται γιατί δεν υλοποιήθηκε μια πρόταση
να εγκατασταθούμε στο κτήμα Παπαγεωργίου, στο σημερινό Τοψίν - Γέφυρα. Έτσι από
τη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε το ταξίδι μας για το Ναύσταθμο ταυ Πειραιά. Εκεί μας
εγένετο η περιβόητη καραντίνα (απολύμανση) και επιτράπηκε σε όσους ήθελαν ή
είχαν γνωστές οικογένειες να κατέβουν. Έμειναν περίπου 70 οικογένεια στην
Κηφισσιά, το Περιστέρι και τη Νίκαια. Και συνεχίζοντας την περιπλάνηση φθάσαμε στις
22 Οκτωβρίου 1924, ύστερα από ταξίδι 12 ημερών στα Λουτρά της Αιδηψού.
Με
εντολή της κυβέρνησης επιτάχθηκαν, αφού ήδη βρισκόμασταν σε νεκρά εποχή όλα τα
ξενοδοχεία της Λουτρόπολης για την παραμονή μας σ αυτά που κράτησε μέχρι την
έναρξη της θερινής σαιζόν, δηλαδή μέχρι τις 15 Μαϊου 1925. Ήδη το κράτος, πάλι
κατά την αφήγηση του Γεώργιου Ρατπόπουλου, με τον εκπρόσωπό του κ.
Κανελλόπουλο, της κυβέρνησης Κονδύλη, είχε αγοράσει το κτήμα ΜΙΜΟΝ απ την κόρη
του αντί 18.000 λιρών χρυσών για την εγκατάσταση του χωριού μας και 52
οικογενειών του Μουρσαλή (μέρος τον μεγάλου προσφυγικού, κι αυτού χωριού τους).
Το κτήμα αυτό περιελάμβανε τις όσες εκτάσεις κατέχουν σήμερα το δύο χωριά, ο δε
ΜΙΜΟΝ ήταν πρώην Γάλλος Πρόξενος.
Στις
15 λοιπόν Μαΐου 1925 εγκαταστα0ήκαμε σε τσαντήρια (σκηνές) στο σημερινό ελαιώνα
του Ταξιάρχη. Επιδόματα και κάθε είδους και μορφής βοηθήματα δεν υπήρχαν εκείνη
την εποχή και ο κόσμος έκανε όποια δουλειά μπορούσε για να ζήσει τη φαμίλια
του. Στο μεταξύ δόθηκαν πρόχειρα 5000 περίπου στρέμματα γης και ο καθένας άλλος
πολλά, άλλος λίγα άρχισαν να τα καλλιεργούν για να ζήσουν. Όμως η ανεργία και η
φτώχεια που άρχισε ν αγκαλιάζει τους κατοίκους, αφού τα χρυσαφικά που
κουβαλούσε ο κόσμος, τα περίφημα πεντόλιρα και οι πατάκες άρχισαν να
εξαντλούνται, μα προπαντός η ελονοσία που θέριζε, ανάγκασε τους περισσότερους
κατοίκους να ζητήσουν παραμονή σε άλλες πόλεις. Έτσι μετακόμισαν κυρίως στην
Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αλλά και σε άλλες πόλεις, μικρές ομάδες συγγενικών ή
μεμονωμένων οικογενειών ζήτησαν καινούργια Κατοικία. Όπως στις Σέρρες, στη
Ξάνθη, στη Πάτρα, στην Κομοτινή, ακόμα και στην Κρήτη. Και στα τσαντίρια ο
θάνατος έσπαγε ρεκόρ. Περίπου 150 άτομα πέθαναν μέσα σε δύο, τρία χρόνια.
Τόσο
μεγάλη ήταν η φυγή των Πυργιωτών προς άλλα κέντρα. που απ τις 4.830 ψυχές, στην
απογράφη του 1928 είχαν απομείνει και καταγράφηκαν μόνο 780 άτομα. Κι ενώ μέχρι
τότε στο χωριό λειτουργούσε Αστυνομία, ήταν τοποθετημένος ειδικός
ανθελονοσιολόγος γιατρός, ο περίφημος Ευκαρπίδης που μετακόμισε στην Κατερίνη,
όπου και σήμερα ζουν οι απόγονοι του, κι αργότερα η γνωστή στους παλαιότερους
γιατρίνα μας Κική Λαγανάκου, υπήρχε Φαρμακείο του γνωστού Κώστα Τζιβανίδη και
το σχολείο ήταν εξατάξιο, σιγά σιγά όλα μεταφέρθηκαν στους Ωρεούς.
Στο
μεταξύ άρχισε απ το 1925 η ανέγερση του οικισμού με εργολάβους τους κ.κ.
Καλλιμάνη και Γεωργιάδη. Εμείς μπήκαμε σε ημιτελή σπίτια χωρίς πατώματα και
ταβάνια στις 26 Οκτωβρίου 1926, όταν η παραλία ήταν γεμάτη βούρλα τα αξέχαστα
απ την παιδική μας ηλικία σάζια και οι αυλές και οι δρόμοι του χωριού λάσπες
και νερά. Όλες οι εργασίες των σπιτιών τελείωσαν το 1930 και το 1932 έγινε η
οριστική διανομή σπιτιών και χωραφιών. Έτσι τελείωσε το παραμύθι της προσφυγιάς
μας, που κράτησε ουσιαστικά 15 χρόνια απ το 1915 ως το 1930.
Παλαίψαμε
πολύ για να φθάσουμε να καμαρώνουμε το σημερινό όμορφο χωριό μας. Τα
ζαρζαβατικά μας, βραβευμένα κάθε χρόνο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, έφθασαν
στους τόπους πώλησης, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη μόνο με καΐκια ή βαπόρι,
ύστερα από ταξίδι δύο και τριών ημερών αναμένα και άχρηστα προς πώληση.
Φθάσαμε
στο σημείο να πληρώνουμε κι από πάνω για να πάρουν τα κοφίνια της συσκευασίας
(τα περίφημα κόπια). Χρέη., χρέη και φυλακή απ τα αγροτικά αυτά χρέη.
Κι
όμως αντέξαμε, κι όμως σταθεροποιηθήκαμε, κι όμως αφομοιωθήκαμε με το ντόπιο πληθυσμό,
κι όμως παρά την έλλειψη ουσιώδους κρατικής μέριμνας είμαστε σήμερα εδώ, σ ένα
όμορφο, πεντακάθαρο, πρόσχαρο καλοβαλμένο, λουσμένο στο γαλάζιο και το πράσινο,
χωριό και σας καλωσορίζουμε στη μεγαλύτερη σημερινή Πανευβοική γιορτή.
Σας
ευχαριστούμε όλους από καρδιάς για την τιμή που μας κάνατε με την παρουσία σας.