Πύργος (σημερινό Kemerburgaz)
«Ο Πύργος (ή Μπουργκάζ στα τουρκικά), και σήμερα Κεμέρ Μπουργκάζ, μεγαλοχώρι παλιά κτισμένο στα νοτιοδυτικά του Μπαχτσέκιοϊ του Βελιγραδίου, διέσωζε το όνομα του πύργου που οικοδόμησε στη θέση αυτή ο Ανδρόνικος Κομνηνός «προς θερινόν αυτού ενδιαίτημα». Ο αυτοκράτορας, που με μέγιστες δαπάνες είχε ανακαινίσει το μεγάλο υδραγωγό του Ουάλεντος, μετοχέτευσε σ’αυτόν τα νερά του Ύδραλη, κατασκευάζοντας τις πρώτες δεξαμενές δίπλα στις πηγές του ποταμίσκου. Τον οχυρό πύργο και τα περί αυτόν παλάτια του Ανδρονίκου, «φθονών ώσπερ αυτώ της καλλίστης ταυτησί πράξεως» κατά τον Χωνιάτη, γκρέμισε ο Ισαάκιος Άγγελος. Τις εκεί βυζαντινές δεξαμενές, που τροφοδοτούσαν πάντα τις μεγάλες κινστέρνες της πρωτεύουσας, θα επισκεύαζε πολύ αργότερα, το 1621, ο σουλτάνος Οσμάν ο Β’.
«Η
κοιλάς του Πύργου», γράφει ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, «αμιλλάται, ως προς την
έκτασιν και το χλοερόν των δασών της, προς τας γειτνιάζουσας αυτή κοιλάδας.
Διαρρέει σε ταύτην μέσην, υπό την σκιάν αιγείρων και ιτέων, ο Βορβύσης, και επί
μεν της μίας των κλιτύων αυτής εκτείνονται ατάκτως τα οικήματα του χωριού, επί
δε της ετέρας δάσος αγριωπόν, και εις τας άκρας δύο υδραγωγεία· επέκεινα δε
αυτών, επ’ αυτής ήδη της ακρολοφίας, κείται Τούρκικον τι χωρίον, καλούμενον,
απ’ αυτών ήδη των του Γυλλίου χρόνων, Πετεινοχώριον, εις το λουτρόν του οποίου
απέρχονται πεζή αι κυρίαι του Πύργου, και διημερεύουσιν εν αυτώ κατά την
συνήθειαν των κατοίκων της Τουρκίας». Για το Πετεινοχώρι αυτό, το Petnchor,
όπως το έλεγαν οι Οθωμανοί, φημολογείτο ότι θεμελιωτής του ήταν ο Βασίλειος
Πετεινός, που άκμασε και έδρασε ποικίλως στα χρόνια της αυτοκρατορίας
Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.
To
1974 o Cosimo Comidas de Carbognano αναφέρεται στον Πύργο, το «χωριό Μπουργκάζ
έξι περίπου μίλλια μακριά από το Μπαχτσέκιοϊ» και απαριθμεί τα τέσσερα μεγάλα
υδραγωγεία που δέσποζαν στα γύρω δάση του. «Ως προς τον αγωγό τον κείμενο
δυτικά του χωριού», γράφει, «παρ’ όλο που εκλαμβάνεται ως κτίσμα Ιουστινιάνειο,
καθώς δεν αναφέρεται ποτέ στα αρχαία κείμενα θα πρέπει να θεωρηθεί έργο των
χρόνων του Ανδρονίκου, του αυτοκράτορα που ως γνωστόν είχε κτίσει εδώ ένα πύργο
και άλλα δυνατά κτίρια».
Ο
Πύργος αποτελούσε δήμο και έδρα Μουδούρη, καθώς ήταν το μεγαλύτερο και
πολυανθρωπότερο από τα μεσόγεια χωριά της επαρχίας Δερκών, με 350 οικογένειες
το 1873, περισσότερο από δύο χιλιάδες κάτοικοι, που συντηρούσαν εκκλησία της Κοιμήσεως
της Θεοτόκου και σχολή αλληλοδιδακτική με έναν διδάσκαλο και μαθητάς περί τους
110. Ο μισθός του διδασκάλου, που εκτελούσε και χρέη ιεροψάλτου στην εκκλησία,
ανερχόταν σε γρόσια 400, ενώ η ολική δαπάνη της κοινότητας ξεπερνούσε τα 6.000
ετησίως. Ιδρυτής της σχολής, «ολίγον προ του 1780» κατά τον Σιδερίδη, ήταν ο
από Αγχιάλου μητροπολίτης Δέρκων Ανανίας. Ο Μανουήλ Γεδεών που διάβασε στο
υπέρθυρό της τη χρονολογία 1782, αναφέρει ως διδάσκαλο της σχολής τον Δημήτριο
Ντεβετζή, πατέρα του οικουμενικού πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’. Δίδασκε,
διηγείται, αυτός με την ακόλουθη πρωτοτυπία: «έρριπτεν ο διδάσκαλος έν κινητόν
γράμμα του αλφαβήτου προς την οροφήν, όπως παίζουν τα παιδιά ρίπτοντα νόμισμα
εις ύψος [και] επιφωνούντα ‘’κορώνα ή γράμματα’’, και ο μαθητής που θα διέκρινε
πρώτος το γράμμα ελάμβανεν έν λουκούμι ως βραβείον».
Το
1880 γνωρίζουμε την ίδρυση του εν Πύργω Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου «ο Εύξεινος
Πόντος», ενώ το 1882 δραστηριοποιείται, «από νέους της κωμοπόλεως», Φιλόμουσος
Αδελφότης με σκοπό την ενίσχυση των τοπικών εκπαιδευτηρίων. Η αδελφότητα είχε
πολλά προσφέρει τότε στην εκπαίδευση και επιμόρφωση των απόρων νέων. Το έργο
της θα συνέχιζε αργότερα η κατά πολύ μεταγενέστερη «εν Πύργω Φιλόπτωχος
Αδελφότης», που δραστηριοποιήθηκε το 1905.
Το
1884 κατοικούσαν τη μικρή πολιτεία 550 περίπου οικογένειες ορθοδόξων, των
οποίων η εκκλησία της Κοιμήσεως αναφέρεται ως «ευρύχωρος και λαμπρώς
διακεκοσμημένη». Επίσης «λαμπρόν και μέγα» ήταν το λιθόκτιστο οικοδόμημα που
είχαν ανεγείρει οι φιλότιμοι κάτοικοι το 1876, «ως φυτώριον των τέκνων αυτών».
Το κτίριο ήταν διηρημέμο σε δύο τμήματα, σε σχολή ελληνοδημοτική και σε
παρθεναγωγείο. Και στην μεν σχολή των αρένων, όπως μας πληροφορεί ο Καλέμης,
φοιτούσαν 160 μαθητές με δύο διδασκάλους, «ών ο έτερος δίδασκε πλην των ελληνικών
και την γαλλικήν γλώσσαν εις τας δύο ανωτέρας τάξεις», στο δε παρθεναγωγείο,
στο οποίο φοιτούσαν περισσότερα από 60 κορίτσια, παρέδιδε μία και μόνη
διδασκάλισσα, «διδάσκουσα πλην των εγκυκλίων μαθημάτων και τα σχετικά τω ωραίω
φύλω εργόχειρα». Τις σχολές συντηρούσε η κοινότητα με 130 χρυσές λίρες ετησίως,
ποσό που αποτελούσε μόλις το ένα τρίτον από τα ενοίκια των κτημάτων που
εισέπραττε.
Κάθε
15η Αυγούστου, ημέρα ητς Κοιμήσεως της Θεοτόκου που εόρταζε η εκκλησία του
Πύργου, λάμβανε χώρα τοπική πανήγυρις μεγάλη, που διαρκούσε τρεις ολόκληρες
ημέρες. «Εν τω βάθει κατωφερούς και κατασκίου κοιλάδος, εντός του χωρίου
κειμένης, υπάρχει αγίασμα, εις ό απερχόμενοι οι κάτοικοι μετά την θείαν
λειτουργίαν, του κλήρου μετά των εξαπτερύγων προπορευομένου, ψάλλουσι την
ακολουθίαν του αγιασμού. Μεθ’ ό αίρεται υπό τινός των κατοίκων μέγας άρτος,
υποχρεουμένου τούτου να προσενέγκη τη εκκλησία ποσότητα τινα ελαίου,
ανερχομένου πολλάκις μέχρις εκατόν πενήντα οκάδων, των δυνάμεων εκ των κατοίκων
ολονέν πλειοδοτούντων. Ακολούθως διανέμονται τω λαώ τα κόλλυβα και η ιλαστήριος
θυσία, ήτις εστίν ως τα πολλά, οπτόν βόειον κρέας». Το έθιμο αυτό με τα
κουρμπάνια, το συνήθιζαν και στο μικρό γειτονικό Αλβανιτοχώρι της επαρχίας.
Το
1905 ο Πύργος, «εκλιπόντος και του Βελιγραδίου», περιελάμβανε περισσότερες από
600 οικογένειες ορθοδόξων. Είχε «ωραίαν και μεγαλοπρεπή» εκκλησία, μετά δύο
ιερέων και ενός διακόνου. Συντηρούσε παράλληλα, εντός «του ωραίου κτιρίου της
Σχολής», πεντάτακτο Αστική σχολή, με 150 μαθητές και τρεις διδασκάλους «ων ο
διευθυντής, εκ των τροφίμων της Θεολογικής σχολής, εκτελεί και το έργον του
ιεροκήρυκος και χρέη ιεροδιακόνου εν τη εκκλησία». Λειτουργούσε επίσης το
τετράτακτο νηπιοπαρθεναγωγείο με 80 μαθήτριες και νήπια, με μια διδασκάλισσα
και τη βοηθό της. Κατά τα έτη 1909 και 1911 δίδασκε στη σχολή αρρένων ο
Μιλτιάδης Σαραντής, που το 1936, πρόσφυγας πλέον στην Αθήνα, θα μας περιγράψει
σε τόμο των Θρακικών τα παλιά θρακιώτικα «παναγύρια» της πατρίδας του.
Μέχρι
τα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων οι ντόπιοι του Πύργου, οι Μπουργκαζλήδες, που
στην πλειοψηφία τους ασχολούνταν με τις εκτεταμένες αγροκαλλιέργειές τους και
την κτηνοτροφία, μεταφέροντας και πουλώντας τα προϊόντα τους στην πρωτεύουσα
και τα προάστειά της, αν και δοκιμασμένοι κατά καιρούς από θεομηνίες, μπορούσαν
να χαρακτηριστούν ως κάτοικοι μιάς πολιτείας «ικανώς ανθηράς οικονομικώς». Οι
πιέσεις όμως και εκφοβισμοί τους εξανάγκασαν το 1914 να εγκαταλείψουν τις
εστίες τους, και κάποιους από αυτούς να εκπατριστούν πρόωρα, ενώ άλλοι
μετοίκησαν «βιαίως» στα πέριξ της Νίκαιας της Βιθυνίας. Κατά τις στατιστικές
του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο αριθμός των μετατοπισθέντων Πυργιωτών
κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ανερχόταν στις 1.650 ψυχές. Όταν οι τελευταίοι
επανέκαμψαν μετά από περιπλανήσεις και ποικίλες περιπέτειες, οι πρόκριτοί τους
καταμέτρησαν 992 οικίες και ντόπιο πληθυσμό που ανερχόταν σε πέντε περίπου
χιλιάδες ορθοδόξους.
Με
την Ανταλλαγή οι Πυργιώτες κατέφυγαν οριστικά στην Ελλάδα και άλλοι από αυτούς
κατοίκησαν στα πέριξ της Αιδηψού, παρά τους Ωρεούς, άλλοι στα Νέα Σφαγεία των
Αθηνών, στο Περιστέρι, και αρκετοί ως περιβολάρηδες στην Κηφισιά. Οι Τούρκοι
μετά το 1924, εγκατέστησαν στα σπίτια του Πύργου γύρω στις πεντακόσιες
προσφυγικές οικογένειες, μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, στους οποίους και
διένειμαν κατ’ ‘ατομο 2,5 στρέμματα γης. Ο πληθυσμός του Burgaz, και
Kemerburgaz αργότερα, που ανερχόταν τότε στους 2.500 κατοίκους, μειώθηκε το
1955 στους 1.867, καθώς πολλοί μετοίκησαν, όταν μέρος των κτημάτων τους χαρακτηρίστηκε
από τις επίσημες αρχές ως έκταση δασική. Δύο χρόνια αργότερα, το 1957, ήρθαν να
εγκατασταθούν εδώ και τριάντα περίπου νέες οικογένειες, πρόσφυγες της
Βουλγαρίας.
Από την ίδια πηγή, για το χωριό Τζεμπετζή:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΟ ΤΖΕΜΠΕΤΖΗ Ή ΤΖΕΜΠΕΤΖΗΚΙΟΪ, ή Τζεβίτζω, όπως την έλεγαν οι ρωμιοί κάτοικοί της, ήταν κτισμένο στις παρυφές του ποταμού Αλιμπέικιοϊ και νοτίως του Πύργου, σε μιας περίπου ώρας απόσταση από το Εγιούπ. Στην κοιλάδα της δέσποζε ο μακρύς διώροφος βυζαντινός υδραγωγός, που μετοχέτευε τα νερά του δάσους του Βελιγραδίου, και κατέληγε στο Εγρί καπού, αφού δεχόταν και τα νερά του Τζεμπετζή.
Το χωριό, που είχε και αυτό γνωρίσει «περασμένα μεγαλεία», περίφημο για τα καλά και άφθονα νερά αλλά και το εξαίρετο αγελαδινό του γιαούρτι, αριθμούσε το 1873 σαράντα τρεις ορθόδοξες οικογένειες, κατοίκους διακόσιους εξήντα, που συντηρούσαν εκκλησία του Αγίου Νικολάου και μικρό δημοτικό σχολείο, στο οποίο ο ιεροψάλτης του ναού δίδασκε σε 35 μαθητές την ελληνική ανάγνωση και γραφή. Η ετήσια δαπάνη της κοινότητας ανερχόταν στα 5.000 γρόσια.
Η Γαϊτάνου Γιαννού μας πληροφορεί πως η εκκλησία του Αγίου Νικολάου ήταν κτισμένη σε πυκνόδενδρη και «σχεδόν αγρία» κοιλάδα, της οποίας η θέση κατά τον Μάιο ιδίως, «με τα αηδονολαλήματα επάνω εις τας λεύκας της», αποτελούσε «ρωμαντικώτατον καταφύγιον». Στην κοιλάδα αυτή του Μάγκλαβα, όπως την έλεγαν, σωζόταν πετρόκτιστη καμάρα, κομψό αρχιτεκτόνημα της εποχής πιθανόν του Ιουστινιανού.
Το 1884, κατά τον Καλέμη στο χωριό κατοικούσαν 55 οικογένειες ορθοδόξων, «των πλείστων εκ των αρρένων μετερχόμενων το του παντοπώλου επάγγελμα εν Εγιούπ και Αϊβάν σεραΐω», στν Ξυλόπορτα δηλαδή της Λόντζας. Στο σχολείο, το οποίο στεγαζόταν σε «μικροσκοπικόν τι οίκημα», φοιτούσαν 30 παιδιά με διδάσκαλο και εδώ τον ψάλτη της εκκλησίας. Οι ετήσιες δαπάνες ανέρχονταν στις 34 λίρες, ποσό που προερχόταν από τα ενοίκια των γειτονικών βοσκοτόπων της κοινότητας.
Το «πτωχόν χωρίον» του Τζεμπετζή, περιελάμβανε 25 οικογένειες χριστιανών το 1905 και σαράντα περίπου το 1912. Την επόμενη δεκαετία και οι «Τζεβιτζιώτες», με την ανταλλαγή των πληθυσμών, σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Το 1990 στον πυκνοδομημένο συνοικισμό του Cebeci, τμήμα του δήμου Gaziosmanpasa και συγχωνευμένο ήδη με την απέραντη Κωνσταντινούπολη, κατοικούσαν 13,660 μέτοικοι, Κούρδοι κυρίως από τα βάθη της Ανατολής, που ποικίλες συνθήκες υποχρέωσαν και αυτούς να εγκαταλείψουν πρόσφατα τις εστίες τους.»